Ληστής του τρένου, μεταρρυθμιστής μιας ολόκληρης μπασκετικής γενιάς ή μήπως τίποτα από τα δύο; Ο Ράσελ Ουέστμπρουκ μας έκανε να πιστέψουμε πως τα αδιάνοητα κατορθώματα του είναι η νέα μας καθημερινότητα και τώρα πληρώνει το τίμημα, όπως ο βοσκός απέναντι στον λύκο.
Στο μπασκετικό Έβερεστ της μιας νύχτας, πολλοί μπορούν να διαφωνήσουν για το τίμημα που κάποιος πρέπει να πληρώσει για να βρεθεί στην κορυφή του. Για την κοινή γνώμη τουλάχιστον, σίγουρα της δικής μας πλευράς του Ατλαντικού, ένα triple-double σε κατατάσσει με σχετική ευκολία στο πάνθεον. Τι συμβαίνει όμως όταν μια επίδοση-συνώνυμο της ποιότητας τείνει να εξελίχθει σε… καθημερινότητα; Ποιος ευθύνεται για αυτό και γιάτι μας κάνει να εθελοτυφλούμε; Ας πιάσουμε τον κόμπο από την αρχή του.
Η ιστορία του triple-double
Το πρώτο καταγεγραμμένο triple-double στην ιστορία συναντάται το 1950, από τον Άντι Φίλιπ. Ο Φίλιπ δεν ήταν κατά πάσα πιθανότητα ο παρθενικός παίκτης με μια τέτοια στατιστική εικόνα, όμως μέχρι εκείνη την περίοδο η αρμόδια αρχή δεν θεωρούσε αναγκαία την καταγραφή των ασίστ και των ριμπάουντ κάθε παίκτη!
Μέσα σε αυτή την ιστορία 70 και πλέον ετών, κάποια στεγανά έχουν στεριώσει για τα καλά στο μυαλό των απανταχού μπασκετόφιλων. Η παράδοση που ήθελε ένα triple-double να επιδεικνύει την πολλαπλή χρησιμότητα ενός παίκτη στο παρκέ δεν συνάντησε ιδιαίτερες αντιρρήσεις, καθώς όλοι μπορούσαν να κατανοήσουν πως οι αριθμοί είναι το μόνο κριτήριο που θα μπορούσε κάποιος να χρησιμοποιήσει.
Άλλωστε, οι αριθμοί δεν λένε ποτέ ψέμματα. Ωστόσο, αν χρησιμοποιηθούν με κάποιους συγκεκριμένους τρόπους, μπορούν κάλλιστα να αποκρύψουν την αλήθεια.
Το μεγάλυτερο θύμα αυτής της υποτιθέμενης εξαπάτησης των αριθμών δεν είναι άλλο από το triple-double και την σημασία του. Μια στατιστική επιδόση που κάποτε μπορούσε από μόνη της να γράψει ιστορία, σήμερα αντιμετωπίζεται ως καθημερινό γεγονός. Η συνήθεια σκοτώνει το συναίσθημα και στην συγκεκριμένη περίπτωση, η ποσότητα φαίνεται πως εξάλειψε την πίστη μας στην ποιότητα.
Άλλωστε, ζούμε σε μια εποχή που ο Κάιλ Λάουρι έχει περισσότερα triple-double από τον Σκότι Πίπεν (19 έναντι 17). Ο Λούκα Ντόντσιτς σε κάτι παραπάνω από τρία χρόνιας παρουσιας στο NBA μετράει περισσότερα triple-double από τον Μάικλ Τζόρνταν και τον Κόμπι Μπράιαντ. Αν ούτε αυτό σας έπεισε, ας αναφέρουμε πως ο Έλφριντ Πέιτον και η αψεγάδιαστη κόμμωση του έχουν περισσότερα triple-double απ’ ότι ο Κέβιν Γκαρνέτ και ο Χακίμ Ολάζουον!
Ποιος μπορεί να ευθύνεται για αυτή την αρρυθμία; Ρητορικό το ερώτημα.
Ράσελ Ουέστμπρουκ, ο Στεφ Κάρι των triple-double

Το 2017, ο Ράσελ Ουέστμπρουκ πέτυχε το μέχρι τότε ακατόρθωτο. Ολοκλήρωσε μια σεζόν με μέσους όρους triple-double, ξεπερνώντας μάλιστα και το συνολικό ρεκόρ των 41 αγώνων του Όσκαρ Ρόμπερτσον! Μέχρι και εκείνο το χρονικό σημείο, ο φυσιολογικός αριθμός των συνολικών triple-double σε μια ολόκληρη σεζόν σε ολόκληρο το NBA κυμαινόταν από τα 30 έως και τα 45. Το 2017, το… Big Bang της στατιστικής έφερε ριζική αλλαγή και σε αυτό τον τομέα, καθώς η άνθιση του triple-double μπορεί μόνο να συγκριθεί με εκείνη του τριπόντου, λίγα χρόνια νωρίτερα.

Με λίγα λόγια, ο Ράσελ Ουέστμπρουκ είναι για τα triple-double, ό,τι ο Στεφ Κάρι για τα τρίποντα!
Ωστόσο, οφείλουμε να εντοπίσουμε την ειδοποιό διαφορά σε αυτή την σύγκριση. Πρακτικά μιλώντας, κάθε παίκτης μπορεί να πάρει την μπάλα και να σουτάρει, κάνοντας από επίδειξη μέχρι και… προσευχή. Αντιθέτως, δεν μπορεί κάθε παίκτης να ολοκληρώσει έναν αγώνα με διψήφιο αριθμό ασίστ και ριμπάουντ. Ή μήπως μπορεί;
Πάμε να δούμε ένα μάθημα ιστορίας. Το 1979, ο Μάτζικ Τζόνσον έγινε τότε ο νεαρότερος παίκτης που καταγράφει triple-double σε έναν αγώνα, σε ηλικία κάτω των 21 ετών. Ένα ρεκόρ που παρέμεινε άθικτο για 20 ολόκληρα χρόνια, προτού το σπάσει ο Λαμάρ Όντομ, σε ηλικία 20 ετών και 50 ημερών. Ωστόσο, από εκεί και έπειτα το σκηνικό άλλαξε. Έξι χρόνια μετά, ο ΛεΜπρόν πήρε τα σκήπτρα σε ηλικία 20 ετών και 25 ημερών, ρεκόρ που άντεξε για 11 χρόνια, καθώς καταρρίφθηκε το 2017 από τον Λόνζο Μπολ, σε ηλικία 20 ετών και 10 ημέρων.
Μόλις πέντε μήνες μετά, ο Μαρκέλ Φουλτζ έγινε ο πρώτος παίκτης κάτω των 20 ετών που πετυχαίνει triple-double! Ποιος θα μπορούσε άραγε να κάνει ξανά κάτι τέτοιο; Α, άκυρο, ο ΛαΜέλο Μπολ έσπασε το ρεκόρ μόλις λίγες σεζόν αργότερα, σε ηλικία 19 ετών και 140 ημερών! Όντας σε μια εποχή που ένας παίκτης δεν μπορεί να μεταπηδήσει από το λύκειο στο NBA, αυτή η επίδοση θα μείνει ακατάρριπτη για χρόνια, σωστά; Αμ δε.
Ένας παίκτης που πέρσι αγωνιζόταν στο πρωτάθλημα της Αυστραλίας και το scouting report του εμφάνιζε ως αδυναμίες ό,τι μπορεί να έχει σχέση με το μπάσκετ, είναι τώρα ο κάτοχος ενός ρεκόρ που πέρασε από τα χέρια του Μάτζικ Τζόνσον και του ΛεΜπρόν Τζέιμς.

Όταν λοιπόν βλέπεις μπροστά στα μάτια σου νεαρούς αθλητές να μοιράζουν 10 ασίστ στο ρελαντί, όντας σε ηλικία που κάνει παράνομη την κατανάλωση αλκοόλ, πως είναι δυνατόν να θεωρήσεις σημαντική μια στατιστική επίδοση που γίνεται αντικείμενο των πολλών;
Δεν είναι τυχαίο πως από τους 16 παίκτες με τα περισσότερα triple-double στην ιστορία του NBA, οι μισοί είναι εν ενεργεία. Ποιο είναι το εύκολο συμπέρασμα; Γίνεται η λάμψη μιας πάλαι ποτέ αδιάνοητης επίδοσης να έχει μονομιάς εξαλειφθεί; Κι όμως, η γρήγορη απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι ένα “όχι” που θα ζήλευε και ο Μεταξάς (μοναδική αναφορά σε δικτάτορα, θα πλύνουμε τα χέρια μας μετά).
Πάμε όμως να δούμε μια πιο τεκμηριώμενη απάντηση.
Ακούσια εξαπάτηση, σε βαθμό κακουργήματος

Αν υπάρχει κάτι για το οποίο ο Ράσελ Ουέστμπρουκ έχει κατηγορηθεί όσο κανείς στην σύγχρονη ιστορία του σπορ, είναι για τα λεγόμενα… “empty stats” που λένε και στο χωριό σας. Νούμερα σε μια στατιστική που εν τέλει δεν αντικατοπτρίζουν την εικόνα ενός αγώνα και εν γένει δεν παίζουν σημαντικό ρόλο στην έκβαση του. Ουσιαστικά, ο Russ κατηγορείται πως στον βωμό των προσωπικών αριθμών, θυσίασε την ομάδικη επιτυχία. Ισχύει αυτό; Και γιατί είναι απάντηση είναι όχι;
Από το 2016 και έπειτα, την χρονιά δηλαδή που ο Russ μετέτρεψε το triple-double σε υπόθεση… μέρας παρά μέρας, μέχρι και σήμερα, ο Ουέστμπρουκ μετράει ήδη 157 τέτοιες βραδιές. Σε αυτές, η ομάδα του μετράει 111 νίκες και μόλις 46 ήττες! Με απλά μαθηματικά, αυτό σημαίνει πως σε αυτά τα ματς, ο νυν άσος των Λέικερς, μετράει ποσόστο νικών 71%!
Σεζόν (Ομάδα) | Ν-Η | Ποσοστό % |
2016-17 (Οκλαχόμα Σίτι Θάντερ) | 34-8 | 81% |
2017-18 (Οκλαχόμα Σίτι Θάντερ) | 20-6 | 78% |
2018-19 (Οκλαχόμα Σίτι Θάντερ) | 24-10 | 71% |
2019-20 (Χιούστον Ρόκετς) | 5-3 | 63% |
2020-21 (Ουάσινγκτον Ουίζαρντς) | 23-15 | 61% |
2021-22 (Λος Άντζελες Λέικερς) | 5-4 | 56% |
Ποια είναι όμως η συσχέτιση με την συνολική εικόνα των ομάδων την κάθε χρονιά;
Σεζόν (Ομάδα) | Ν-Η | Ποσοστό % (Διαφορά σε σχέση με την παραπάνω λίστα) |
2016-17 (Οκλαχόμα Σίτι Θάντερ) | 46-35 | 57% (-24%) |
2017-18 (Οκλαχόμα Σίτι Θάντερ) | 47-33 | 59% (-19%) |
2018-19 (Οκλαχόμα Σίτι Θάντερ) | 44-29 | 60% (-11%) |
2019-20 (Χιούστον Ρόκετς) | 36-21 | 60% (-3%) |
2020-21 (Ουάσινγκτον Ουίζαρντς) | 30-35 | 46% (-15%) |
2021-22 (Λος Άντζελες Λέικερς) | 23-23 | 50% (-6%) |
Σε απλά ελληνικά, όταν ο Ράσελ Ουέστμπρουκ πετυχαίνει triple-double, η ομάδα του έχει 16% μεγαλύτερη πιθανότητα να κερδίσει! Μάλιστα, αν αναλογιστούμε σεζόν όπως το 2016-17 ή και το 2020-21, η διαφορά νικών-ηττών είναι σοκαριστική! Οι Ουίζαρντς της περσινής χρονιάς ήταν μια ομάδα που σε πρόγραμμα 82 αγώνων θα μετρούσε +/- 35 νίκες. Όταν όμως ο Ουέστμπρουκ πετύχαινε triple-double, η ίδια ακριβώς ομάδα έπιανε τα στάνταρ ομάδας +/- 50 νικών!
Για να κατανοήσουμε καλύτερα την επιρροή, αξίζει μόνο να αναφέρουμε πως από το 2016 και μετά, ο Ουέστμπρουκ έχει καταφέρει να πετύχει 40 πόντους σε 44 παιχνίδια. Σε αυτά τα παιχνίδια, η ομάδα στην οποία αγωνίζεται μετράει ρεκόρ 19-15, δηλαδή 56.5%. Εν ολίγοις, ο Russ βοηθάει την ομάδα του περισσότερο όταν πετυχαίνει ένα triple-double, παρά όταν σκοράρει κατά ριπάς!

Ωστόσο, υπάρχει ένα ακόμα επιχείρημα κατά του Ουέστμπρουκ και μάλιστα μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί εξώφθαλμο. Τα λάθη του. Όσο ο Russ παίζει με το πόδι πατημένο στο γκάζι, τόσο πιο επιρρεπής γίνεται σε αβίαστα λάθη. Λάθη που κοστίζουν ουσιαστικά και επικοινωνιακά, καθώς στην εποχή των social media, μπορείς να γίνεις viral για όλους τους λάθος λόγους.
Παραταύτα, ας επικεντρωθούμε στην ουσία. Πόσο… “πονάνε” τα λάθη του Ουέστμπρουκ την ομάδα του;
Μείνετε μαζί μου, θα βγάλει νόημα.
Στην μέχρι τώρα καριέρα του στο NBA, ο απόφοιτος του UCLA μετράει μ.ο. 4.1 λάθη ανά αγώνα. Συνολικά, από το 2016 και έπειτα, οι ομάδες του μετρούν ρεκόρ 226-176 όταν εκείνος αγώνιζεται, ποσοστό 56.2%. Πόσο αυξάνεται αυτό το ποσοστό, στους αγώνες που ο Ουέστμπρουκ κάνει λιγότερα από τέσσερα λάθη; Ελάχιστα! Για την ακρίβεια, μηδαμινά αν αγνοήσεις τα δεκαδικά ψηφία. Στους αγώνες όπου ο Ουεστμπρούκ υποπύπτει σε λιγότερα από τέσσερα λάθη, η ομάδα του μετράει 64 νίκες και 49 ήττες, ποσοστό 56.6%!
Προς Θεού (ή θεών, δεν κρίνουμε), δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να υποστηρίξουμε πως οι Λέικερς, ή οι κάθε Λέικερς μπορούν ακόμα και να βελτιώθουν αν ο Russ δίνει περισσότερες φορές την μπάλα σε αντίπαλο, θα ήμασταν το λιγότερο ερειστικοί. Ωστόσο, αυτό που μπορεί εύκολα κάποιος να συμπεράνει είναι πως τα λάθη του εκρηκτικού πλέι μέικερ δεν στοιχίζουν στην ομάδα του, όσο τα μάτια μας μας επιτρέπουν να νομίζουμε. Αυτό εν τέλει, είναι και το μεγάλο επικοινωνιακό πρόβλημα του Ουέστμπρουκ.
Σε αντίθεση με τον Κάρι, εκάνε το δικό του “μπαμ” σε μια μέτρια ομάδα που παραίπαιε δίχως εκείνον. Συνέχισε να γράφει σελίδες ιστορίας που ακόμα και σήμερα φαίνονται ακατανόητα αληθινές, δίχως όμως να το συνδυασεί ποτέ με ομαδική επιτύχια. Στο φινάλε αυτής της μακροσκελούς ημέρας, μετέτρεψε την κοινή γνώμη σε πολύ σκληρό κριτή μιας τρομερά δύσκολης επίδοσης. Τα triple-double ούτε ήταν, ούτε θα γίνουν ποτέ “empty stats”. Απλώς πρέπει να αποδεχθούμε πως κανένα ματς κανένος παίκτη δεν μπορεί να εγγυηθεί στην ομάδα του την νίκη.
1 Σχόλιο
[…] […]