Μερικές σκόρπιες σκέψεις για τον Άλκη, το τελευταίο θύμα της τυφλής (οπαδικής) βίας στην χώρα που έχει καταφαγωθεί από τους μύθους της.
“Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Συνεχώς ξεψυχάει.” Έτσι επέλεξε να περιγράψει την χώρα στην οποία μεγαλούργησε ο Δημήτρης Χορν, στην προσπάθεια του να κατανοήσει το κράτος των “παράλληλων μονολόγων”, όπως είχε δηλώσει ο Γιώργος Σεφέρης. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πως ένα σύμπλεγμα διαφθοράς και αλληλεγγύης, παρασιτισμού και φιλότιμου μπορεί να σε απογειώσει, προτού σε ρίξει με περίσσια ευκολία δύο μέτρα κάτω από χώμα.
Αν ρωτήσεις τους ομογενείς του εξωτερικού, η απάντηση που θα λάβεις είναι πως η χώρα μας έχει εξελιχθεί σε μετενσάρκωση του θεού Κρόνου, “τρώγοντας” τα παιδιά της με κάθε πιθανό ή απίθανο τρόπο. Τι συμβαίνει όμως όταν η κυριολεξία υπερισχύει της μεταφοράς;
Ο Φεβρουαρίος του 2022 έκανε ποδαρικό στην χώρα μας με τον πλέον χείριστο τρόπο. Τις πρώτες πρωινές ώρες, πολλές ενημερωτικές εκπομπές έσπευσαν να μεταδώσουν την είδηση πως σε οπαδική συμπλοκή στην Θεσσαλονική, ένας οπαδός του Άρη έχασε την ζωή του. Η πραγματικότητα ήταν πιο απλή, μα και πιο μάταιη. Ο Αλκιβιάδης Καμπανός δολοφονήθηκε ύστερα από επίθεση ομάδας ατόμων με πρόσχημα… την ομάδα που υποστήριζε.

Ο 19χρονος ήταν φιλάθλος του Άρη, δίχως οπαδική δράση και μηδαμινό ιστορικό συμπλοκών τέτοιας φύσεως. Επρόκειτο σε απλά ελληνικά για μια άνανδρη επίδειξη δύναμης σε μια παρέα τριών ατόμων από εγκληματικά στοιχεία που έψαχναν αφορμή και εν τέλει σκότωσαν χωρίς να την λάβουν. Ο Άλκης ήταν το τελευταίο χρονικά θύμα μιας σειράς αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ οπαδών ανά την επικράτεια. Σε πολλές εξ αυτών, οι μαχαιριές μόνο σπάνιο φαινόμενο δεν θεωρούνται. Αυτή την φορά όμως, η αιμορραγία που προκλήθηκε στο πόδι του νεαρού δεν σταμάτησε ποτέ.
Διαβάστε ακόμη: Ανζί Μαχατσκαλά: Μια ιστορία ρωσικής παντοδυναμίας που κατέληξε σε τραγωδία
Αντ’ αυτού, άνοιξε χρόνιες πληγές σε συγγενείς και φίλους, σε φιλάθλους και λάτρεις του αθλητισμού, ανεξαρτήτου χρώματος και προτίμησης. Ο Άλκης άνοιξε μια πληγή που έχουμε επιλέξει εν γνώση μας να κατασπαράζει νέους ανθρώπους και όνειρα.
Σε μια από τις λίγες εξορμήσεις που έκανα με τον πατέρα μου στο γήπεδο, έγινα δέκτης μιας αρκετά απλής μα εν τέλει άλυτης απορίας. Όπως και κάθε άνθρωπος μη σχετικός με το αντικείμενο, ο πατέρας μου αναρωτήθηκε “για ποιον λόγο βρίζουμε μια άλλη ελληνική ομάδα σε ευρωπαϊκό αγώνα;”.
Η αναζήτηση της απάντησης μπορεί κάλλιστα να μας φέρει αντιμέτωπους με μια πικρή αλήθεια. Η Ελλάδα (όπως και κάθε χώρα των Βαλκανίων), έχει αποφασίσει να μετατρέψει τον αθλητισμό σε πεδίο διαμάχης ακραίων ομάδων. Δεν είναι τυχαίο πως στην χώρα μας, η έννοια του οπαδού έχει πάψει να χρησιμοποιείται από την κοινή γνώμη ως παράσημο. Ο οπαδός στην σύγχρονη μορφή του δεν είναι εκείνος που αγαπάει την ομάδα του όσο ελάχιστοι, αλλά εκείνος που μισεί τις αντίπαλες ομάδες όσο κανένας.
Η δαιμονοποιήση των συνδέσμων μοιάζει η εύκολη λύση για κάθε λογής κυβέρνηση που δεν αντέχει το πολιτικό κόστος της κατά μέτωπο αντιμετώπισης του προβλήματος. Πόσο μάλλον δε, όταν για να λύσει το πρόβλημα της οπαδικής βίας πρέπει πρώτα να τιμωρήσει τα αυτιά που χαϊδεύει. Εκείνα τα αυτιά που ενίοτε μπορούν να βρεθούν εκτεθειμένα αν δεν… διασώσουν την τιμή του εκάστοτε εγκληματία που τυχαίνει να φοράει και το σήμα τους στο στήθος.

Όσο οι ΠΑΕ συντήρουν με ή και χωρίς την θέληση τους εγκληματικές ομάδες που αμαυρώνουν τα αθλητικά ιδεώδη που η ιστορία τους πρεσβέυει, τόσο η κάθε προσαγωγή ή σύλληψη θα μοιάζει με σταγόνα στον ωκεανό. Η απαράδεκτη απραξία της αστυνομίας, ιδίως στην Θεσσαλονίκη που εξελίσσεται την τελευταία τριετία σε πεδίο άτυπης μάχης, δεν γίνεται να περάσει για ακόμα μια φορά στα ψιλά. Ωστόσο, ακόμα και στο ιδεατό σενάριο της έγκαιρης αστυνομικής επέμβασης, ποιος μπορεί να εγγυηθεί την καταδίκη εγκληματιών στην χώρα που αποκρύπτει το ένα πολιτικό σκάνδαλο μετά το άλλο; Ποιος μπορεί να εγγυηθεί πως ακόμα και σε ενδεχόμενη καταδίκη, η ποινή που θα επιβληθεί θα έχει την ανάλογη βαρύτητα, σε μια χώρα που αποφυλακίζει χρυσαυγίτες για ψύλλου πήδημα;
Διαβάστε ακόμη: «Χρυσό» συμβόλαιο, πανζουρλισμοί και άρον άρον διαφυγή: Η… θεότρελη «περιπέτεια» του Μάριο Κέμπες στην Αλβανία
Ένα σκηνικό που τείνει να επαναλαμβάνεται, μας ήταν αποκρουστικά ξένο μέχρι και πριν μία 15ετία, όταν υπαίτιοι και μη μπορούσαν ακόμα να υποστηρίζουν πως οι οπαδικές συγκρούσεις είχαν μορφή… βίτσιου, όχι απειλής της ανθρώπινης ζωής. Ύστερα, ήρθε το αίμα που κύλησε στην Λεωφόρο Λαυρίου, όπου δολοφονήκε ο Μιχάλης Φιλόπουλος, κατά την διάρκεια συμπλοκής οπαδών Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού.
Εν έτει 2022, τα γεγονότα του 2007 μοιάζουν πλέον μακρινά, δεν φάνηκαν όμως ικανά να προσθέσουν σοφία στην ελληνική κοινωνία. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, ένα νεαρό παιδί δίχως καμία οπαδική ανάμειξη δολοφονείται γιατί απάντησε… “λάθος” σε μια ερώτηση. Δεν το λες και εξέλιξη. Τουλάχιστον όχι προς την σωστή κατεύθυνση.
Ο Άλκης δεν είναι η αφορμή για να επαναλάβουμε τα τετριμμένα. Δεν είναι ο λόγος που σύσσωμος ο αθλητικός κόσμος της χώρας ενώθηκε, έστω και τυπικά, κάτω από μια κοινή στέγη. Δεν είναι το τελευταίο παράδειγμα που μας αναγκάζει να αναρωτηθούμε για τα προφανή, προτού τα ξεχάσουμε. Σε μια περίοδο όπου η χώρα μας ταλανίζεται από προβλήματα παντός φύσεως, ο Άλκης αναδεικνύει μια ακόμα παθογένεια. Ίσως την πιο καίρια. Εκείνη της κουλτούρας μας.

Η συμμορία που στέρησε την ζωή από τον Άλκη θα μπορούσε να το κάνει κάλλιστα για διαφορετικό λόγο, αν η ίδια ήθελε να εφεύρει έναν. Η συμμορία αυτή θα μπορούσε να στερήσει την ζωή από τον κάθε Άλκη. Εμένα, εσένα, τον γείτονα σου, τον κολλητό σου, το παιδί σου. Για την ομάδα που υποστηρίζει, τα ρούχα που φοράει, τον τρόπο που μιλάει, το χρώμα του, την πίστη του. Το γεγονός πως αυτή η συμμορία βρήκε το δικό της καταφύγιο… παρανομίας μέσω του αθλητικού γίγνεσθαι καταδεικνύει την κατάντια ενός χώρου που δημιουργήθηκε για να ενώνει και χρησιμοποιείται για να διχάζει.
Τα παιδιά που έγιναν δολοφονοί, δεν είναι κάποια άγνωστα τερατουργήματα, ούτε προέρχονται από κάποια άλλη μορφή κοινωνίας. Είναι τα παιδιά εκείνων που έβριζαν την μάνα του Λαρεντζάκη. Είναι τα παιδιά εκείνων που φώναζαν να σαπίσουν τα κόκκαλα του Διαμαντίδη. Είναι τα παιδιά εκείνων που έκαναν την αερογέφυρα του Πανθεσσαλικού σημείο πολέμου. Είναι τα παιδιά εκείνων που χτύπησαν με φωτοβολίδα τον Χάινς, τον Σάχα, τον Μπεργκ και τον Κασάμι, ή τα παιδιά εκείνων που σημάδευαν τον Τζόρβα με αεροβόλο. Είναι τα παιδιά εκείνων που “δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους”. Τα παιδιά εκείνων που βγάζουν τα νεύρα τους στο τιμόνι ή ακόμα χειρότερα, στην σύζυγο ή το θύμα που επέλεξαν να κακοποιούν. Τα παιδιά εκείνων που μέχρι χθες θεωρούνταν πρόσωπα της διπλανής μας πόρτας. Τα παιδιά εκείνων που αρνήθηκαν να αποδεχθούν πως η εποχή που τους δίδαξαν να ζουν έχει από καιρό παρέλθει.
Προτού κατηγορήσουμε τους ίδιους τους υπευθύνους, ας γυαλίσουμε λίγο καλύτερα τους καθρέπτες μας. Δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών. Δεν είμαστε η μειονότητα και όσο η πλειονότητα μένει αδρανής στις ορέξεις μιας μικρής αλλά πολύβουης μάζας, τόσο ο Άλκης θα παραμένει ανάμνηση. Όχι η ανάμνηση, μια ανάμνηση. Διότι η 19χρονη ψυχή που αποχαιρέτησε δεν μπόρεσε να κλείσει την πόρτα, ακριβώς γιατί (και) εμείς αγνοούμε επιδεικτικά να αλλάξουμε κλειδαριά. Μέχρι προφανώς, ο Άλκης να πάψει να είναι ο τελευταίος που δεν έκλεισε την ματωμένη θύρα.

Ας είναι ο τελευταίος. Συλληπητήρια στους οικείους του.
4 Σχόλια
[…] Ο Άλκης «έφυγε», μα δεν έκλεισε την πόρτα… […]
[…] Διαβάστε ακόμη: Ο Άλκης “έφυγε”, μα δεν έκλεισε την πόρτα… […]
[…] Διαβάστε ακόμα: Ο Άλκης «έφυγε», μα δεν έκλεισε την πόρτα… […]
[…] Διαβάστε ακόμη: Ο Άλκης «έφυγε», μα δεν έκλεισε την πόρτα… […]