Οι Ουόριορς, παρά το κάκιστο φετινό τους ξεκίνημα, συνεχίζουν να επενδύουν ποσά που… ζαλίζουν στα “δικά τους παιδιά”, προκειμένου να διατηρηθούν στην κορυφή του κόσμου. Όμως αλήθεια, είναι οι νυν πρωταθλητές η εξαίρεση ή ο κανόνας της πρακτικής τους;
Αν κάτι είναι δυσκολότερο από το να βρεθείς στην κορυφή, αυτό είναι να παραμείνεις εκεί. Αν δε κάποιος το γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους αυτό, τούτη είναι η πλέον σύγχρονη δυναστεία του NBA, η οποία απαριθμεί τέσσερα πρωταθλήματα τα τελευταία οκτώ χρόνια. Οι Ουόριορς έχτισαν τον μύθο τους βασιζόμενοι κυρίως σε παίκτες δικής τους παραγωγής (με μόνη εξαίρεση εκείνη του Ντουράντ). Κάρι, Τόμσον, Γκριν, η “αγία τριάδα” του Γκόλντεν Στέιτ, είναι από τους λίγους αστέρες που δεν έχουν αλλάξει ούτε μια φορά ομάδα, ενώ στο μείγμα αυτό ήρθε να προστεθεί και ο Τζόρνταν Πουλ, μαζί με τον αναγεννημένο από τις στάχτες της Μινεσότα, Άντριου Ουίγκινς.
Οι δύο τελευταίοι, είδαν το καλοκαίρι, μέσα στο ίδιο 24ωρο, τους τραπεζικούς λογαριασμούς να φορτώνονται υπέρ το δέον. 123 εκατομμύρια για τέσσερα χρόνια στον Πουλ, 109 εκατομμύρια για επίσης τέσσερα χρόνια στον Ουίγκινς. Το ακόμα πιο εντυπωσιακό; Παρά τις τωρινές απολαβές τους, οι δύο νεαροί σταρ δεν είναι καν μέσα στους τρεις πιο ακριβοπληρωμένους της ομάδας τους! Ο Κάρι αμοίβεται με 48 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο (νο1 σε όλο το NBA), ο Τόμσον με 40 και ο Γκριν με 28!
Παρότι όλοι όσοι αναφέραμε δεν λογίζονται ως μη ανταγωνιστικές επενδύσεις, καθώς έφτασαν στο σημείο που βρισκονται μέσα από την ίδια την ομάδα, είναι προφανές πως η διοίκηση των “Πολεμιστών” είναι διατεθειμένη να παραμείνει στην κορυφή με κάθε οικονομικό κόστος. Αν θέλετε μια χαρακτηριστική σύγκριση μεγεθών, οι πέντε καλύτεροι παίκτες των Ουόριορς θα λάβουν τον επόμενο χρόνο συνολικά 174 εκαττομύρια δολάρια. Η πληρέστερη ομάδα που συνέθεσαν ποτέ οι Dubs, εκείνη του 2017, αμοιβόταν συνολικά με 101!

Αναμφίβολα, η μέθοδος αυτή μέχρι στιγμής τους δικαιώνει. Όμως το κρίσιμο ερώτημα παραμένει. Μπορείς όντως να “αγοράσεις” νίκες και εν τέλει πρωταθλήματα στο NBA; Πάμε να μάθουμε.

Για να κατανοήσουμε την οποιαδήποτε απάντηση, πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσουμε τα στοιχεία και την εξέλιξη των πραγμάτων. Όταν το 2010 ο ΛεΜπρόν Τζέιμς όδευε πως Φλόριντα και Μαϊάμι, υπέγραψε συμβόλαιο με ετήσιες απολαβές 14 εκατομμύριων δολαρίων, ποσό αρκετά καλό για τα στάνταρ της εποχής, όντας στην θέση νο22 της σχετικής λίστας. Στην κορυφή, με 24 εκατομμύρια τον χρόνο βρισκόταν ο Κόμπι Μπράιντ, έχοντας πίσω του τους Ρασάρντ Λίουις (εδώ γελάμε), Τιμ Ντάνκαν, Κέβιν Γκαρνέτ και Μάικλ Ρεντ. 12 χρόνια μετά, με την ίδια αμοιβή, ο ΛεΜπρόν θα βρισκόταν στην θέση νο103 της λίστας, πίσω από παίκτες όπως ο Κέβιν Χέρτερ, ο Μπόγιαν Μπογκντάνοβιτς, ο Ντάβις Μπέρτανς, ο Νικολά Μπατούμ, ο Τζόναθαν Άιζακ και ο Ντάνκαν Ρόμπινσον!

Για την ιστορία, ο Κόμπι θα βρισκόταν στο νο53, οριακά μπροστά από τους Τζούλιους Ραντλ, Μάλκομ Μπρόγκντον και Άνφερνι Σάιμονς!
Η αλλαγή αυτή οφείλεται σε έναν βαθμό στον πληθωρισμό, όμως ο κύριος λόγος δεν είναι άλλος από την ραγδαία άνοδο των τηλεοπτικών και όχι μόνο εσόδων του NBA, που έχει γιγαντωθεί ως προϊόν. Τα παραπάνω στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα πως παλαιότερα, οι ομάδες δεν “πετούσαν” χρήματα σε κάθε πιθανή διέξοδο, με φόντο τον πρωταθλητισμό, σωστά; Αμ δε.
Το 1998, οι Σικάγο Μπουλς προχώρησαν στην μεγαλύτερη οικονομική ακρότητα, για τα μάτια του Μάικλ Τζόρνταν. Την τελευταία του χρονιά στο United Center, ο MJ έλαβε τον αδιάνοητο για την εποχή πόσο των 33 εκατομμύριων δολαρίων, που είναι με διαφορά η μεγαλύτερη αμοιβή αθλητή σε σχέση με τον μέσο μισθών των συναθλητών του στο ίδιο πρωτάθλημα. Για να αντιληφθούμε τα μεγέθη, οι Μπουλς ξόδεψαν για τον Τζόρνταν περισσότερα λεφτά, απ’ ότι 19 όμαδες για ΟΛΟ ΤΟΥΣ ΤΟ ΡΟΣΤΕΡ!

Ο αντίκτυπος αυτής της κίνησης ήταν τόσο (αναμενόμενα) μεγάλος, που το NBA θέσπισε από την επόμενη κιόλας χρονιά νέο κανονισμό που απαγόρευε στις ομάδες να προσφέρουν συμβόλαια τέτοιου βεληνέκους σε έναν και μόνο παίκτη. Σε ένα ακραία δυστοπικό σενάριο, αν αυτός ο κανονισμός δεν είχε θεσπιστεί, ο μισθός του Τζόρνταν στα σημερινά δεδομένα θα αντιστοιχούσε σε 120 ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΔΟΛΑΡΙΑ τον χρόνο, την ώρα που ο μέσος μισθός κυμαίνεται κάτω από τα 5!

Βέβαια, υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος. Οι Μπουλς πλήρωσαν αδρά για τις υπηρεσίες του Τζόρνταν και εκείνος δικαιολόγησε ακόμα και το τελευταίο σεντ. Οι “Ταύροι” γνώριζαν πως ο MJ ήταν η μόνη σίγουρη λύση για μια πορεία πρωταθλητισμού και την επιδιώξαν με κάθε μέσο. Στο NBA του 2022, όπου κάποιοι παίκτες που έρχονται από τον πάγκο λαμβάνουν πάνω από 20 εκατομμύρια τον χρόνο, η εύκολη λύση της “μεγάλης τσέπης” δεν εγγυάται την επιτυχια. Μάλιστα, αν ρίξουμε μια προσεκτική ματιά στα payrolls των 30 τελευταίων πρωταθλητών, θα καταλάβουμε πως αυτή η τακτική πρόκειται μάλλον περί ευφάνταστης ποντικοπαγίδας.
Από το 1993 και μετά, μόλις πέντε πρωταθλήτριες ομάδες είχαν το ακριβότερο ρόστερ εκείνης της χρονιάς (Μπουλς 1997 & 1998, Λέικερς 2010, Καβαλίερς 2016, Ουόριορς 2022). Μάλιστα, οκτώ από τις 30 ομάδες που κατέκτησαν εν τέλει το δαχτυλίδι, πλήρωναν λιγότερο απ’ ότι ο μέσος όρος της λίγκας, με κυριότερα παραδείγμα τους Ρόκετς του 1995 και τους Σπερς του 2005, οι οποίοι είχαν το 24ο (!!!) payroll σε ολόκληρο το NBA.

Myth… Busted. Περισσότερα χρήματα δεν εγγυόνται πρωταθλήματα. Νίκες όμως;
Την περασμένη σεζόν, οι Λέικερς πλήρωσαν περίπου 50 εκατομμύρια περισσότερα απ’ ότι οι Γκρίζλις (164 έναντι 117). Στο τέλος της χρονιάς, το Μέμφις μετρούσε 56 νίκες, το Λος Άντζελες μόλις 33. Οκ, κατανοώ πως αυτό είναι ένα ακραίο παράδειγμα κάκιστης διαχείρισης των χρημάτων σου, οπότε ας δούμε στο παρακάτω γράφημα την πορεία όλων των ομάδων σε συνάρτηση με τα λεφτά που ξόδεψαν.

Όπως βλέπουμε, υπάρχει μια λογική συνέχεια εξόδων-νικών, καθώς αρκέτες από τις ομάδες που πλήρωσαν περισσότερο νικούσαν και περισσότερο, όμως αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί κανόνας, ειδικά από την στιγμή που οι Θάντερ είχαν περισσότερες νίκες από τους Ρόκετς, τους Πίστονς και τους Μάτζικ, παρότι ξόδεψαν για το ρόστερ τους… μια τυρόπιτα και ένα μίλκο, ενώ οι Σανς είχαν το κορυφαίο στο NBA, πληρώνοντας κοντά στον μ.ο. της λίγκας!
Οπότε ναι, σε κάποιες περιπτώσεις ομάδων, όταν ξοδεύεις περισσότερα χρήματα μπορείς να εξασφαλίσεις περισσότερες νίκες, σε καμία περίπτωση όμως το πρωτάθλημα. Βέβαια, αυτό δεν σταμάτησε τους επίδοξους… ευεργέτες από το να προσπαθήσουν.
Το 2005, ο ιδιοκτήτης των Νικς, Τζέιμς Ντόλαν, ήταν αποφασισμένος να δώσει γη και ύδωρ για να προσφέρει στην μπασκετική μεγαλούπολη μια γεύση από τα περασμένα μεγαλεία της. Αποτελέσμα αυτού ήταν να ξοδέψει τα αδιανόητο για την εποχή ποσό των 124 εκατομμυρίων δολαρίων για το ρόστερ της χρονιάς, την ώρα που το salary cap βρισκόταν στα 46 εκατομμύρια!
Εν ολίγοις, ο Ντόλαν πλήρωσε πάνω από 62 εκατομμύρια σε luxury tax, μόνο και μόνο για να δει τους Νικς στην τελευταία θέση της Ανατολής, με μόλις 23 νίκες σε 82 παιχνίδια. Όχι, τα χρήματα δεν αρκούν για να σου χαρίσουν πρωταθλήματα. Μερικές φορές όμως αρκούν για να αναδείξουν όλα τα τρωτά σημεία της υποτιθέμενης προοπτικής σου.