Ο Γιαννούλης Λαρεντζάκης έχει γίνει με κάθε επισημότητα αναπόσπαστο κομμάτι της ερυθρόλευκης εξέδρας και η μέχρι τώρα παρουσία του στον Ολυμπιακό μπορεί να δώσει επαρκή απάντηση σε κάθε ερώτημα…
Μια ομάδα με υψηλούς στόχους συνήθως μπορεί να αντέξει ουκ ολίγους εξωγενείς κραδασμούς. Αυτό που δεν μπορεί να αντέξει, είναι ο κακός εαυτός της. Όλοι όσοι την απαρτίζουν πρέπει να φροντίσουν να δίνουν αρκετά εντός παρκέ, έτσι ώστε να μπορεί να κοιμάται με καθαρή συνείδηση εκτός αυτού.
Μια και τα κάστρα πέφτουν εκ των έσω, εκείνο του Ολυμπιακού μοιάζει φέτος πιο στιβαρό από ποτέ, στην μετά-Final 4 εποχή. Η επιστροφή του κόσμου στο ΣΕΦ μετά από ενάμιση έτος παγωμάρας θα μπορούσε άνετα να εξελιχθεί από ευλογιά σε… κατάρα. Βλέπετε, η περσινή ήττα της πρώτης αγωνιστικής από την Ζαλγκίρις μόνο πίεση προσέδωσε στο έργο και τις πλάτες των ερυθρόλευκων. Φανταστείτε παρόμοιο σκηνικό με τον κόσμο παρόντα. Τώρα που το μυαλό σας γέμισε με σκέψεις αμφιβόλου ευχαρίστησης, ας καταπιαστούμε με τα της πραγματικότητας, που κάθε άλλο παρά δυσάρεστα είναι.
Η εκκίνηση του Ολυμπιακού στην φετινή σεζόν και συγκεκριμένα στην Ευρωλίγκα προσκομίζει με αισιοδοξία τους φιλάθλους του. Τρεις εντός έδρας νίκες και μία εκτός έδρας ήττα στο σουτ απέναντι σε ένα εκ των φαβορί του θεσμού, δεν τα λες και αμελητέα δείγματα γραφής. Με την δεύτερη καλύτερη ομάδα της διοργάνωσης νωρίς από τον Ερυθρό Αστέρα και παθητικό μικρότερο των 70 πόντων, ο Ολυμπιακός δείχνει να λύνει δίχως να ιδρώσει τον γρίφο της έντασης.
Σημείο-κλειδί; Μα φυσικά τα διαφορετικά εργαλεία που μπορούν όμως να κουμπώσουν σε κάθε λογής αποστολή. Στην κορυφή όμως αυτού του παγόβουνου, κοντοστέκει ένα όνομα. Ο Γιαννούλης Λαρεντζάκης έχει εξελιχθεί την τελευταία διετία από μια εγχώρια περίπτωση δυσπιστίας, σε μόνιμη επιλογή του προπονητή και εν τέλει σε κατοχυρωμένη λατρεία του κοινού. Χθες, για πρώτη φορά στην καριέρα του άκουσε ένα το ερυθρόλευκο πλήθος να φωνάζει ρυθμικά το όνομα του. Για να φτάσει όμως σε αυτό το σημείο, οι φουρτούνες δεν ήταν ούτε λίγες, ούτε ανεπαίσθητες.
Το καλοκαίρι του 2020, η επιστροφή του Κώστα Σλούκα δεν ήταν η μόνη γαλανόλευκη προσθήκη. Ο “Λάρι”, εκ Μούρθια ορμώμενος προσέδωσε νέο αίμα στον ελληνικό κορμό, όμως η επιλογή του Γιώργου Μπαρτζώκα κρίθηκε από (πολύ) νωρίς αυστηρά. Τα δημοσιεύματα περί λύσης της συνεργασίας των δύο πλευρών έδιναν κι έπαιρναν, πριν καλά καλά το πρώτο τζάμπολ της σεζόν.
Η παραμονή του στο ρόστερ θεωρήθηκε μάλλον συγκυριακή, παρότι τα δείγματα γραφής του τόσο στην Ιβηρική χερσόνησο, όσο και στο BCL με την ΑΕΚ, μας προιδέαζαν για ένα παίκτη που ανεξαρτήτου ποιότητας, είναι πλήρως εναρμονισμένος με το κατά πολλούς χαμένο DNA των Πειραιωτών.
Εκκίνησε την περσινή σεζόν μεταξύ 12ης και 13ης θέσης στο ροτέισον, καθώς πάλευε με τον Κόνιαρη για μια θέση στον… ήλιο. Παρότι μέχρι και την έβδομη αγωνιστική μέτρουσε συνολικά λιγότερο από πέντε λεπτά συμμετοχής, ο Λαρεντζάκης παρέμεινε προσηλωμένος στον στόχο και εν τέλει ανταμείφθηκε. Άρχισε σταδιακά να γράφει το όνομα του στα πλάνα του Μπαρτζώκα, ενώ έκανε για πρώτη φορά “θόρυβο” την 13η αγωνιστική, κόντρα στον Ερυθρό Αστέρα.
Τα σκαμπανευάσματα μεταξύ λάμψης και απραξίας συνεχίστηκαν μέχρι και την 19η αγωνιστική, όταν κόντρα στην Μακάμπι έκανε εμφάνιση… καθιέρωσης, με 13 πόντους, 3 ριμπάουντ και 2 κλεψίματα σε 17 λεπτά συμμετοχής.
Από εκείνο το σημείο και μέτρησε μόλις δύο φορές μονοψήφιο αριθμό λεπτών συμμετοχής, παρόλο που επηρέαστηκε σαφώς από την μετριότητα που “βύθισε” τον Ολυμπιακό στην βαθμολογία, από τον αγώνα κόντρα στην Ζαλγκίρις και έπειτα. Το πρόωρο φινάλε της σεζόν διόλου πτόησε τον 28χρονο γκαρντ, που το καλοκαίρι ωρίμασε απότομα, στα χέρια του Ρικ Πιτίνο. Αποδείχθηκε καθοριστικός στο Προολυμπιακό τουρνουά του Καναδό, όταν η Εθνική έφτασε ξανά στην πηγή αλλά νερό δεν ήπιε.
Ωστόσο, το προσωπικό όφελος ήταν κατί παραπάνω από πασιφάνες. Με “φτερά” στα πόδια, o Λαρεντζάκης κατέλαβε δίχως κόπο μια θέση σε ένα καλύτερο ποιότικα ρόστερ και βάλθηκε από την πρώτη κιόλας στιγμή να επιβεβαιώσει το γιατί. Πρόλαβε μέσα σε τρία ματς να καταφέρει κάτι που άλλοι αποζητούσαν χρόνια, να γίνει σύνθημα στα χείλη των φίλων της ομάδας του.
Δεδομένης της… άρρωστης εργατικότητας του, the only way is up που λένε και στην Κύθνο, απ’ όπου κατάγεται. Αρκεί, ο Γιαννούλης Λαρεντζάκης να αποδεικνύει με την ίδια συχνότητα πως καμιά φορά, οι Γολιάθ απλά υπάρχουν για να υποτάσσονται στους Δαυίδ.