Πως η Μπάγερν Μονάχου κατάφερε να γίνει μία από τις κορυφαίες ομάδες παγκοσμίως όντας απόλυτα υγιής οικονομικά και ποιο είναι το πλάνο για την μελλοντική ανάπτυξη του συλλόγου…
Είτε κάποιος την συμπαθεί είτε την αντιπαθεί, δεν μπορεί να μην παραδεχθεί πως η Μπάγερν Μονάχου αποτελεί αυτή τη στιγμή ένα πραγματικό παράδειγμα προς μίμηση του πως πρέπει να λειτουργεί ένα ποδοσφαιρικό κλαμπ στο υψηλότερο επίπεδο προκειμένου να είναι ανταγωνιστικό, αλλά ταυτόχρονα να διασφαλίζει την εύρυθμη οικονομική λειτουργία του, έτσι ώστε να μπορεί να ανταπεξέλθει και όσο το δυνατόν καλύτερα και σε… στραβές, που μπορεί να προκύψουν, όπως η περίοδο με τον κορωνοϊό τώρα.
Φυσικά, όμως, αυτό που έχουν κατορθώσει να δημιουργήσουν οι Βαυαροί δεν είναι κάτι που μπορεί να προκύψει από την μία μέρα στην άλλη, αλλά χρειάστηκε ένα καλά οργανωμένο πλάνο και δουλειά αρκετών ετών ακολουθώντας το πιστά, παρ’ ότι κάποια στιγμή ίσως οι συνθήκες τους ωθούσαν προς μία διαφορετική κατεύθυνση.
Κάπως έτσι πέτυχε αυτό που θαυμάζουμε και αποθεώνουμε εμείς σήμερα και η Μπάγερν Μονάχου, αφού η όλη προσπάθεια ξεκίνησε από το 1980 και τον πρωτεργάτη του όλου πρότζεκτ, Ούλι Χένες, που πρωτοήρθε στον σύλλογο ως προπονητής το 1979.
Πάμε, λοιπόν, να δούμε πως η ομάδα του Μονάχου μπόρεσε να δημιουργήσει μία τόσο σταθερή και ισχυρή οικονομικά βάση, διατηρούμενη ταυτόχρονα ανάμεσα στις κορυφαίες ομάδες του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, διαπρέποντας τόσο εντός όσο κι εκτός συνόρων, αλλά και ποιο είναι το πλάνο για το μέλλον του συλλόγου τώρα που πρέπει να ανταγωνιστεί ομάδες με μεγαλύτερη οικονομική ευρωστία (ελέω των ιδιοκτητών τους) όπως είναι η Παρί Σεν Ζερμέν, η Τσέλσι και η Μάντσεστερ Σίτι.
Η δημιουργία αυτού του ισχυρού οικονομικά οικοδομήματος και τα «συστατικά» του

Η πενταετία 1975-1979 που η Μπάγερν Μονάχου έμεινε χωρίς τίτλο εντός Γερμανίας σηματοδότησε την ανάγκη για μία αλλαγή, παρά το γεγονός ότι η ομάδα είχε κατακτήσει τρία σερί Champions League (1974-1976). Στο τέλος της σεζόν 1978-1979 ο Ούλι Χένες κρεμάει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια και γίνεται πρώτος προπονητής στην βαυαρική ομάδα. Εκείνη τη στιγμή κανείς δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει το πόσο εύστοχη ήταν η επιλογή του συγκεκριμένου ανθρώπου, αλλά και τόσο πόσο πολύ θα ωφελούσε την ομάδα που αγαπούσε σε όλα τα επίπεδα.
Μιλάμε άλλωστε για έναν άνθρωπου που πέρασε εννιά χρόνια ως ποδοσφαιριστής του συλλόγου και μάλιστα ένας από τους καλύτερους βιώνοντας τόσο σπουδαίες στιγμές (π.χ. τα τρία σερί Κύπελλα Πρωταθλητριών που αναφέραμε), αλλά και την περίοδο… ξηρασίας που τις ακολούθησε.
Ο Γερμανός τότε εμπορικός/γενικός διευθυντής της ομάδας είδε την Μπάγερν Μονάχου να στέφεται πρωταθλήτρια στην πρώτη του κιόλας σεζόν που ανέλαβε διοικητικό πόστο στην ομάδα (1979-1980). Το πιο σημαντικό, όμως που προσέφερε στην ομάδα ήταν το όραμά του να δημιουργήσει ένα οικοδόμημα με γερές βάσεις, που θα εξασφάλιζε στον σύλλογο ένα λαμπρό μέλλον. Για να το πετύχει αυτό χρειάστηκε να μείνει 30 χρόνια στην συγκεκριμένη θέση μέχρι που το 2009 έγινε πρόεδρος του συλλόγου, θέση από την οποία αποχώρησε τον Νοέμβριο του 2019.
Πρώτα πρώτα ο Χένες είδε ότι το μεγαλύτερο κομμάτι των εσόδων προερχόταν από τα εισιτήρια και τα υπόλοιπα έσοδα της μέρας του αγώνα. Αυτό σήμαινε πως αφού η Μπάγερν είχε ήδη ένα πολύ μεγάλο γήπεδο (60 χιλ. θεατές) και αρκετό κόσμο, με πολλά παιχνίδια να διεξάγονται με sold out, βρισκόταν κοντά στο «ταβάνι» στο συγκεκριμένο τομέα και έπρεπε να στραφεί αλλού αν ήθελε να αυξήσει αρκετά τα έσοδά της. Ο Γερμανός ποδοσφαιράνθρωπος παρατήρησε ακόμη πως το κομμάτι των εσόδων που αφορούσε τις χορηγίες ήταν αρκετά χαμηλά και πως εκείνο ήταν που έπρεπε να ανέβει, ώστε να αυξηθούν τα έσοδα της ομάδας, καθώς είχε τα μεγαλύτερα περιθώρια ανάπτυξης.
Έτσι, ώθησε την ομάδα να αντιγράψει στραγηγικές-τεχνικές πωλήσεων από τις μεγαλύτερες αμερικανικές λίγκες (NBA, NFL, MLB, NHL). Τότε δεν φάνηκε κατευθείαν η σημασία αυτής της κίνησης, αφού ο σχεδιασμός είχε πιο μακροπρόθεσμο χαρακτήρα. Αν, όμως, κοιτάξει κανείς σήμερα τον ισολογισμό της γερμανικής ομάδας, θα δει πως το μεγαλύτερο κομμάτι των εσόδων πλέον προέρχεται πια από τις χορηγίες, κάτι που δείχνει ότι Χένες πέτυχε τον στόχο του.
Το δεύτερο πιο σημαντικό πράγμα που σκέφτηκε όταν πρωτοπήγε και υλοποίησε πολύ αργότερα όντας πλέον σε διοικητικό πόστο της Μπάγερν Μονάχου ήταν το γήπεδο. Όταν ανέλαβε την ομάδα εκείνη έπαιζε στο Ολυμπιακό Στάδιο του Μονάχου, που είχε κατασκευαστεί λίγα χρόνια πριν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της πόλης το 1972.
Με την χωρητικότητά του να είναι περίπου στους 60.000 θεατές και τα ματς να είναι συνήθως sold out θα έλεγε κανείς πως δεν υπήρχε πραγματική ανάγκη για ένα νέο γήπεδο, αφού και μεγάλο ήταν και σχετικά καινούργιο, αν και όχι πολύ ποδοσφαιρικό. Το βασικό πρόβλημα του Χένες ήταν πως το στάδιο δεν ανήκε στην ομάδα κι εκείνη αναγκαζόταν να πληρώνει ενοίκιο. Κάτι που θεωρούσε τεράστιο λάθος ο Γερμανός ποδοσφαιράνθρωπος, μιας και επρόκειτο για ένα σταθερό έξοδο, διόλου ευκαταφρόνητο, ενώ ταυτόχρονα δεν υπήρχε σιγουριά, αφού όταν σ’ έναν χώρο που φιλοξενείσαι και δεν είναι δικός σου, πολλά μπορούν να συμβούν.
Ο Ούλι Χένες κατόρθωσε να εκπληρώσει κι αυτό το όνειρο-σκοπό του για την Μπάγερν Μονάχου χάρη στο Μουντιάλ του 2006, που έλαβε χώρα στην Γερμανία και για το οποίο κατασκευάστηκε η σημερινή Αλιάνζ Αρίνα (75 χιλ. θεατών χωρητικότητα), η οποία άνοιξε τις πόρτες της το 2005. Αρχικά ανήκε εξ’ ημισείας στην Μπάγερν Μονάχου και την Μόναχο 1860, με τους Βαυαρούς να αγοράζουν το υπόλοιπο 50% για 11 εκ. ευρώ τον Απρίλιο του 2006. Στην συμφωνία μάλιστα συμπεριλήφθει όρος κατά τον οποίο η 1860 είχε το δικαίωμα να αγοράσει πίσω το ποσοστό της με τα ίδια ακριβώς χρήματα συν τους τόκους μέχρι τον Ιούνιο του 2010. Ένα χρόνο αργότερα, η Μόναχο παραιτήθηκε αυτού του δικαιώματος. Εκείνη την εποχή η ομάδα είχε ξεκινήσει να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, οπότε μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει πως την «πάτησε» με το θέμα του γηπέδου.
Να σημειώσουμε κάπου εδώ πως και το νεόκτιστο προπονητή της ομάδας με όνομα «FC Bayern Campus» ανήκει στην Μπάγερν Μονάχου, αφού πλήρωσε η ίδια η ομάδα και τα 70 εκ. ευρώ για την κατασκευή του. Μάλιστα, η συγκεκριμένη εγκατάσταση φιλοξενεί και τις ομάδες μπάσκετ, χάντμπολ και πινγκ πονγκ.
Ακόμη, η Μπάγερν Μονάχου φροντίζει να μην δημιουργεί ποτέ χρέος για να κάνει μεταγραφές. Μπορεί να δαπανεί μεγάλα ποσά, αλλά αυτά ποτέ δεν είναι εξωπραγματικά. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως τα γερμανικά μίντια της έχουν δώσει το παρατσούκλι «Festgeldkonto» (δηλαδή «λογαριασμός καταθέσεων») εξαιτίας των πολλών εκατομμυριών σε μετρητά που έχει στους τραπεζικούς της λογαριασμούς. Η πολιτική αυτή των Βαυαρών να μην πληρώνουν ποσά που θεωρούν υπεραξίες έχει οδηγήσει τόσο στην αδυναμία ολοκλήρωσης κάποιων μεταγραφών, όσο και στην φυγή κάποιων σημαντικών παικτών από την ομάδα, όπως συνέβη το καλοκαίρι με τον Νταβίντ Αλάμπα.
Παρ’ ότι αποτελούσε αγαπημένο παιδί της εξέδρας, αλλά και των ιθυνόντων της ομάδας, οι υπερβολικές του απαιτήσεις για το νέο του συμβόλαιο αναγκάσαν την ομάδα να τον αφήσει να φύγει. Για όλα τα πράγματα πρέπει άλλωστε να γίνονται κάποιες θυσίες.
Κάπως έτσι ο θρύλος του γερμανικού ποδοσφαίρου και της Μπάγερν δημιούργησε τους πιο θεμέλιους «λίθους» πάνω στους οποίους στηρίχτηκε η σημερινή επιτυχημένη οικονομική πολιτική της ομάδας.
Διαβάστε ακόμη: Bundesliga: Είναι το διοικητικό μοντέλο του 50+1 λειτουργικό;
Το διοικητικό μοντέλο της Bunedsliga δεν αποτέλεσε εμπόδιο για την Μπάγερν Μονάχου

Όπως είχαμε εξηγήσει και σε προηγούμενο κομμάτι, στην Bundesliga με εξαίρεση 3+1 ομάδες όλες οι υπόλοιπες ακολουθούν το μοντέλο διοίκησης του 50+1. Δηλαδή καμία ομάδα δεν μπορεί να πουλήσει μετοχές που αντιστοιχούν σε ποσοστό του 50% του μετοχικού της κεφαλαίου και άνω, αφού το 50+1 πρέπει να ανήκει στα μέλη της. Έτσι, εξασφαλίζεται πως ο κόσμος της ομάδας θα έχει τον πρώτο λόγο, όταν πρόκειται να ληφθούν κρίσιμες αποφάσεις για τον σύλλογο.
Η Μπάγερν Μονάχου σύμφωνα με το καταστατικό της ακολουθεί ακόμα πιο σκληρή στάση απ’ ότι ορίζεται από τον κανονισμό, αφού σύμφωνα με κείνο το όριο των μετοχών που μπορεί να πουληθούν σε επενδυτές δεν πρέπει να ξεπερνά το 30%.
Παρ’ ότι αυτός είναι ένας κανονισμός που απωθεί τους επενδυτές, αφού δύσκολα εταιρείες ή επιχειρηματίες θα αποφασίσουν να επενδύσουν τα χρήματά τους κάπου που δεν θα μπορούν να έχουν ουσιαστικά τον έλεγχο, η Μπάγερν έχει βρει την… άκρη της.
Βλέπετε έχει καταφέρει να έχει πουλήσει το 25% της σε τρία ίσα μερίδια σε τρεις από τις μεγαλύτερες εταιρείες παγκοσμίως. Ο λόγος για τις Allianz (έχει και την ονομασία του γηπέδου της), Adidas και Audi.
Αυτό δεν επετεύχθη έτσι απλά. Απαιτήθηκε τόσο η ανάπτυξη του μάρκετινγκ της ομάδας για να γίνει αρκετά ισχυρό και ελκυστικό για διαφημίσεις το brand name της, όσο και η τρομερή αγωνιστική κυριαρχία της Μπάγερν Μονάχου στα εγχώρια τεκταινόμενα, όπου κερδίζει τον ένα τίτλο μετά τον άλλον τα τελευταία χρόνια, καθώς και οι ευρωπαϊκές της επιτυχίες.
Ακόμη, η επιθυμία του Χένες να υπογράφει η ομάδα μερικούς από τους σημαντικότερους διεθνείς Γερμανούς ποδοσφαιριστές ήταν επίσης σημαντική, αφού όσο οι Βαυαροί και οι παίκτες του αποτελούσαν τον κορμό της εθνικής Γερμανίας, αυτό έστρεφε οποιαδήποτε εταιρεία ήθελε να στραφεί στο γερμανικό κοινό να συμπεριλαμβάνει την Μπάγερν ως μία από τις καλύτερες επιλογές της για διαφήμιση.
Απόδειξη αυτού αποτελεί και το γεγονός πως και οι τρεις εταιρείες που αποτελούν μέτοχοι της ομάδας, δηλαδή η Adidas, η Audi και η Allianz είναι γερμανικές και στοχεύουν πολύ στο συγκεκριμένο αγοραστικό κοινό.
Ένα πολύ καλό το παράδειγμα των καλών, αλλά και ταυτόχρονα κακών συνεπειών που έχει το μοντέλο αυτό διοίκησης είναι ένα σκηνικό που συνέβη στην φετινή Ετήσια Γενική Συνέλευση της ομάδας, όταν ήρθε προς ψήφιση η ανανέωση συμφωνίας της Μπάγερν με την Qatar Airways, με τους τεχνοκράτες της διοίκησης να θέλουν να προχωρήσουν σε ανανέωση και τους φιλάθλους-μέλη να στηλώνουν τα πόδια τους και να αρνούνται οποιαδήποτε συζήτηση εξαιτίας των παραβιάσων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που υπάρχει στο Κατάρ τόσο για τις εργασίες για το Παγκόσμιο Κύπελλο όσο και γενικότερα. Οι δεύτεροι ήταν εκείνοι που επικράτησαν αρχίζονταν να φωνάζουν συνθήματα όπως «Εμείς είμαστε η Μπάγερν, όχι εσείς».
Σαν αποτέλεσμα αυτού η ομάδα κρατάει μία σωστή ηθικά στάση απέναντι στο συγκεκριμένο ζήτημα, όπως θα ήθελαν οι φίλαθλοι της, παίρνοντας στάση υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά ταυτόχρονα ετοιμάζεται να χάσει ένα πολύ σημαντικό χορηγό με τεράστια οικονομική επιφάενια, που για τους τεχνοκράτες της διοίκησης είναι λάθος.
Διαβάστε ακόμη: Κόπα Άφρικα 2021: Οι μεγάλοι χαμένοι της Ευρώπης και η ιδιάζουσα περίπτωση του Ολυμπιακού
Η οικονομική κατάσταση του συλλόγου την περασμένη δεκαετία!

Πριν προχωρήσουμε στο πως η Μπάγερν Μονάχου στοχεύει να πάει στο επόμενο επίπεδο, πάμε να δούμε ποιο είναι αυτό το επίπεδο στο οποίο βρίσκεται τώρα. Για να καταστεί αυτό δυνατό θα ρίξουμε μία σύντομη ματιά στα οικονομικά στοιχεία της ομάδας την περασμένη δεκαετία με την βοήθεια του Swiss Ramble, ενός λογαριασμού στο Twitter που ειδικεύεται στο κομμάτι του ποδοσφαίρου που αφορά την επιχειρηματικότητα.
Κοιτώντας την πρώτη εικόνα μπορεί να δει κανείς πως η Μπάγερν από το 2015 και μετά έχει μηδενικό χρέος. Ταυτόχρονα, τα μετρητά τα οποία έχεις στους τραπεζικούς της λογαριασμούς δεν έχουν πέσει ποτέ κάτω από τα 100 εκ. ευρώ την περασμένη δεκαετία. Αυτοί οι δύο δείκτες διατρανώνουν με τον καλύτερο τρόπο την οικονομική ισχύ και σταθερότητα που έχει η ομάδα. Το τρίτο διάγραμμα αφόρα τα χρέη των μεταγραφών, η πράσινη στήλη τα όσα έχει να πληρώσει και η κόκκινη τα όσα έχει λαμβάνειν. Αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση με όσα αναφέραμε παραπάνω, αφού εδώ τα χρέη δεν αφορούν χρήματα που δεν πληρώθηκαν από τους Βαυαρούς, αλλά μεταγενέστερες πληρωμές, αφού στις περισσότερες μεταγραφές πλέον τα ποσά δεν αποπληρώνονται με μία δόση.
Κοιτάζοντας το τέταρτο κατά σειρά διάγραμμα βλέπουμε πως η Μπάγερν Μονάχου έχει βγει ζημειώμενη από την μεταγραφική της δραστηριότητα μόλις σε τρεις από τις δέκα χρονιές.

Οι Βαυαροί κατόρθωσαν να έχουν κέρδος σε κάθε χρονιά από την προηγούμενη δεκαετία ενώ φρόντισαν όπως βλέπετε στον παρακάτω πίνακα (5ο διάγραμμα) να αναπτύξουν τα τελευταία εφτά χρόνια και μία συνήθεια να πωλούν κάποιους ποδοσφαιριστές για να αποκομίζουν κέρδη και από κει.

Τα έσοδα των Βαυαρών σχεδόν διπλασιάστηκαν μέσα σε μία δεκαετία οδηγώντας στην κατάκτηση της τέταρτης θέσης της λίστας της Deloitte Football Money League (η λίστα του 2020 αφορά η σεζόν 2018-2019) με 660 εκ. ευρώ πίσω μόνο από τις Μπαρτσελόνα (840,8 εκ. ευρώ), Ρεάλ Μαδρίτης (757,3 εκ. ευρώ) και Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ (711,5 εκ. ευρώ).
Τα έσοδα από τη μέρα του αγώνα παρουσιάζονται μειωμένα την τελευταία χρονιά λόγω και της επίδρασης της πανδημίας του Covid-19 το 2020 ενώ τα τηλεοπτικά και τα εμπορικά έσοδα παρουσιάζουν αύξηση σχεδόν κάθε χρόνο τα τελευταία πέντε χρόνια της δεκαετίας.
Στον τελευταίο πίνακα της εικόνας βλέπουμε πως οι Βαυαροί μείωσαν την εξάρτησή τους σταδιακά από τα έσοδα της ημέρας του αγώνα, τα οποία όταν έχεις ήδη ένα μεγάλο γήπεδο με υψηλό μέσο όρο θεατών έχουν κι ένα «ταβάνι», όπως μπορεί ο καθένας να καταλάβει, κι έτσι αύξησαν κατά 10% τα τηλεοπτικά τους έσοδα διατηρώντας παράλληλα σταθερά τα χρήματα που λαμβάνουν από τις χορηγίες τους.

Με τους μισθούς των παικτών να έχουν φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο της ιστορίας της ομάδας στο τέλος της περασμένης δεκαετίας, η Μπάγερν Μονάχου μπόρεσε να διατηρήσει σε χαμηλά επίπεδα την αναλογία μισθών με τον τζίρο του κλαμπ (στο 54% τα τελευταία δύο έτη).
Σε υψηλό δεκαετίας προς το τέλος της κινήθηκαν τόσο η απόσβεση των χρημάτων που έχουν δαπανηθεί για παίκτες όσο και η πτώση των αξιών των ποδοσφαιριστών.

Ο Χέρμπερτ Χάινερ και το επόμενο βήμα για την ανάπτυξη της Μπάγερν Μονάχου

Κανείς δεν μπορεί να είναι πρωτοπόρος για πάντα και να προσαρμόζεται στις αλλαγές της κάθε εποχής πηγαίνοντας με τους ρυθμούς της για να μην μένει πίσω. Ο 69χρονος πλέον Ούλι Χένες ήξερε πως είναι η ώρα για μία διάδοχη κατάσταση, αν θέλει η ομάδα που αγαπάει και υπηρετεί να πάει ένα βήμα παρακάτω.
Έτσι, έκανε στην άκρη και είναι πλέον επίτιμος πρόεδρος της ομάδας, όμως ένας επαγγελματίας σαν κι αυτόν δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο αν πριν δεν είχε βρει τον κατάλληλο διάδοχο. Την 1η Ιουλίου του 2021 ο θρύλος της ομάδας, Όλιβερ Καν έγινε ο νέος CEO έχοντας στο πλευρό του ως πρόεδρο τον Χέρμπερτ Χάινερ, που ανέλαβε το συγκεκριμένο πόστο το 2019.
Κι αν η πρώτη επιλογή του φαντάζει φυσιολογική, η δεύτερη όχι και τόσο στο πρώτο άκουσμα, αφού πρόκειται για έναν άνθρωπο άγνωστο στο ποδοσφαιρικό κοινό, έναν τεχνοκράτη.
Ο 67χρονος Γερμανός ήταν CEO της Adidas για 15 χρόνια και βοήθησε την γερμανική εταιρεία να εξελιχθεί σε παγκόσμιο brand. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο προσελήφθει και από τους Βαυαρούς. Και εξηγούμαστε…
Οι ιθύνοντες της γερμανικής ομάδας δημιούργησαν ένα μακροπρόθεσμο πλάνο για το πως ο σύλλογος θα μπορέσει να πάει ένα βήμα παραπέρα στον σχεδιασμό για να καταφέρει να παραμείνει στην κορυφή ανταγωνίζομενος ομάδες, όπως η Σίτι και η Παρί που έχουν πίσω τους απύθμενα λεφτά, αλλά και τα υπόλοιπα μεγάλα brand όπως η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η Ρεάλ Μαδρίτης, η Μπαρτσελόνα κλπ.
Το όνομα αυτού είναι «FC Bayern Ahead» και έχει τέσσερις βασικούς πυλώνες. Ο πρώτος αφορά την ανάγκαια συνέχεια των επιτυχιών της ομάδας τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, αφού τα τρόπαια φέρνουν λάμψη και γιγάντωση του brand κι αυτά με την σειρά τους χορηγίες, ενώ παράλληλα τοποθετούν την ομάδα ανάμεσα τις κορυφαίες του κόσμου πράγμα που την καθιστά ελκυστικό προορισμό για τους μεγάλους παίκτες.
Ο δεύτερος πυλώνας έχει να κάνει ακριβώς μ’ αυτές τις μεταγραφές μεγάλων παικτών οι οποίες διατηρούν την ομάδα σε τοπ επίπεδο αγωνιστικά ενώ ταυτόχρονα κινητοποιούν και το όλο εμπορικό της κομμάτι με τις φανέλες που θα πουλήσουν, τις διαφημίσεις που θα φέρουν κλπ.
Ο τρίτος αφορά τις ακαδημίες της ομάδας. Οι ιθύνοντες της Μπάγερν Μονάχου έχουν σκοπό να επενδύσουν ακόμη περισσότερο στις υποδομές και τα φυτώρια της ομάδας έτσι ώστε να παράγει από μόνη της όσο το δυνατόν περισσότερους παίκτες για να μην εξαρτάται τόσο από το μεταγραφικό «παζάρι», το οποίο είναι αρκετά απρόβλεπτο και δαπανηρό.
Ο τέταρτος και τελευταίος πυλώνας είναι το κομμάτι για το οποίο προσελήφθη ο Χέρμπερτ Χάινερ. Η γιγάντωση της οπαδικής βάσης της ομάδας. Βλέπετε οι Βαυαροί έχουν κερδίσει ήδη όσο κοινό μπορούσαν στην Γερμανία και την Ευρώπη και για να αυξήσουν τα έσοδά τους και να παραμείνουν στο υψηλότερο επιπεδο χρειάζονται μεγαλύτερο «καταναλωτικό» κοινό, αν και δεν μου αρέσει να χρησιμοποιώ τη λέξη αυτή για τους φιλάθλους των ομάδων.
Η Μπάγερν Μονάχου, λοιπόν, έχει στρέψει πλέον το βλέμμα της στην ασιατική ήπειρο, η οποία αποτελεί την πολυπληθέστερη από τις υπόλοιπες. Ξεκίνησε ανοίγοντας γραφεία, αλλά και κάποιες ακαδημίες σε διάφορες χώρες με σκοπό και να αναδείξει και ποδοσφαιριστές, αλλά κυρίως να «επιβάλλει» το brand της στην εκεί αγορά. Σύνηψε μάλιστα και συνεργασία με την ιαπωνική Konami, δημιουργώντας την δική της ομάδας eSports για το Pro Evolution Soccer, τον μεγάλο αντίζηλο του FIFA. Ο Ούλι Χένες ήταν κατά μία τέτοιας κίνησης και ίσως κάπου εκεί κατάλαβε πως η λογική του να ήταν κάπως αναχρονιστική γι’ αυτό που χρειαζόταν πλέον η ομάδα.
Μπορεί τα τρία πρώτα μέρη του σχεδίου να υπάρχουν ήδη στην ομάδα, αφού αποτελούσαν μέρος και των προηγούμενων πλάνων για την ανάπτυξή της, ωστόσο το τέταρτο είναι κάτι ξένο και γι’ αυτό ήρθαν στην ομάδα και οι ανάλογοι άνθρωποι για να το χειριστούν. Άλλωστε, η Μπάγερν Μονάχου δεν είναι η μόνη ομάδα που έχει αντιληφθεί την ευκαιρία που προσφέρει η αγορά της Ασίας, μιας και οι υπόλοιπες μεγάλες ομάδες έχουν ήδη κάνει τις κινήσεις του για εκεί.
Ωστόσο, αν μπορεί κανείς να αναγνωρίσει κάτι στους Γερμανούς είναι πως γνωρίζουν να στήνουν εξαιρετικά σχέδια και να τα ακολουθούν κατά γράμμα, με κορυφαίο παράδειγμα την ίδια την βαυαρική ομάδα η οποία αποτελεί πρότυπο λειτουργίας για όλα τα ποδοσφαιρικα κλαμπ και φαίνεται πως θα συνεχίσει να κάνει το ίδιο.
Πηγή: : Athletic Interest, chinadaily.com, Wikipedia
2 Σχόλια
[…] […]
[…] […]